- ταυροθηρία
- ἡ, Αεορτή προς τιμήν τού Ποσειδώνος στη διάρκεια τής οποίας γινόταν κυνήγι ταύρων με αγωνιστικές ή ακροβατικές ασκήσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -θηρία (< -θηρας < θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ἰχθυο-θηρία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταύρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Κρήτης από την Κνωσό. Αφού κυρίευσε την Τύρο της Φοινίκης, γύρισε στην Κρήτη με πολλούς αιχμαλώτους και πολλά κορίτσια, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ευρώπη, κόρη του βασιλιά της Φοινίκης … Dictionary of Greek